- ὁμιλιῶν
- ὁμῑλιῶν , ὁμιλίαintercoursefem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγορευτήριον — ἀγορευτήριον, το (Α) [ἀγορεύω] ο τόπος τών αγορεύσεων, των δημόσιων ομιλιών … Dictionary of Greek
βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… … Dictionary of Greek
εορτοδρόμιος — ο (Μ ἑορτοδρόμιος, ον) 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑορτοδρόμιο(ν) α) βιβλίο που περιέχει τη σειρά τών εορτών τής εκκλησίας β) σειρά ομιλιών με θέμα τις ευαγγελικές ή αποστολικές περικοπές που διαβάζονται κατά τις εορτές τής εκκλησίας 2. φρ.… … Dictionary of Greek
επίκτητος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Φιλόσοφος (Ιεράπολις, Φρυγία περ. 50 μ.Χ. – Νικόπολις, Ήπειρος 138 μ.Χ.). Μαζί με τον Σενέκα και τον Μάρκο Αυρήλιο, ο Ε. είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της τρίτης σχολής του στωικισμού, του ρωμαϊκού… … Dictionary of Greek
ηχογράφηση — η η εγγραφή ήχων (τραγουδιών, ομιλιών κ.λπ.) σε δίσκο ή σε ταινία μαγνητοφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. sound recording] … Dictionary of Greek
θρύλος — Λέξη που αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στην συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στη νεότερη έννοια του ο θ. σημαίνει τη διήγηση σχετικά με τη ζωή ενός αγίου, μάρτυρα ή ήρωα, η οποία συχνά έχει παραποιηθεί από τη… … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
Αμίτσι, Εντμόντο ντε- — (Edmondo de Amicis, 1846 – 1908). Ιταλός λογοτέχνης. Συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Κούνεο και στο Τορίνο και αποφοίτησε από τη στρατιωτική σχολή της Μοντένα το 1865 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Πολέμησε στη μάχη της Κουστόρα το 1867 … Dictionary of Greek
ανώνυμο ή ψευδώνυμο έργο — Τα αρχαιότερα λογοτεχνικά έργα δεν αναφέρουν το όνομα του συγγραφέα, ακόμα και αν σε μερικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαπιστωθούν μέσα σε αυτά εκδηλώσεις που ανάγονται στην παρέμβαση μιας προσωπικότητας αξίας. Μέσα σε ένα τέτοιο πολιτιστικό… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek